κορεστικός

κορεστικός
η , ό[ν] утоляющий голод; сытный (о еде)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κορεστικός" в других словарях:

  • κορεστικός — ή, ό (Α κορεστικός, ή, όν) [κορέννυμι] αυτός που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό, χορταστικός. επίρρ... κορεστικώς (Α κορεστικῶς) χορταστικά, άφθονα …   Dictionary of Greek

  • χορταστικός — ή, ό / χορταστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορτάζω] αυτός που επιφέρει χορτασμό, κορεστικός νεοελλ. 1. άφθονος («χορταστικό παγωτό») 2. απολαυστικός («χορταστικό θέαμα»). επίρρ... χορταστικά Ν κατά τρόπο χορταστικό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»